καταβεβλημένα

καταβεβλημένα
καταβάλλω
throw down
perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic)
καταβεβλημένᾱ , καταβάλλω
throw down
perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic)
καταβεβλημένᾱ , καταβάλλω
throw down
perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταβεβλημένας — καταβεβλημένᾱς , καταβάλλω throw down perf part mp fem acc pl (epic) καταβεβλημένᾱς , καταβάλλω throw down perf part mp fem gen sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβάλλω — (AM καταβάλλω) 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω, καταρρίπτω 2. (σχετικά με χρήματα) καταθέτω, πληρώνω, κάνω πληρωμές νεοελλ. 1. (για νόσο) εξαντλώ, εξασθενίζω, καταπονώ 2. φρ. α) «καταβάλλω κόπους (ή μόχθους)» κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ β. «καταβάλλω… …   Dictionary of Greek

  • καταβεβλημέναι — καταβάλλω throw down perf part mp fem nom/voc pl (epic) καταβεβλημένᾱͅ , καταβάλλω throw down perf part mp fem dat sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”